- ὁμολόγουν
- ὁμολογέωto beimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὁμολογέωto beimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμολογοῦν — ὁμολογέω to be pres part act masc voc sg (attic epic doric) ὁμολογέω to be pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομολογώ — (AM ἀνομολογῶ, έω) συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι μσν. (για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό αρχ. (μεσ) 1. αποσπώ ομολογία από κάποιον 2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί 3. πληρώνω με επιταγή 4. (ο πρκ. με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών — Εκκλησιαστικός οργανισμός που τον ίδρυσαν το 1948 στο Άμστερνταμ αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Κατά τη σχετική διακήρυξη, πρόκειται για αδελφότητα Εκκλησιών οι οποίες ομολογούν πίστη στον Ιησού και επιθυμούν να συνεργαστούν για τη δόξα … Dictionary of Greek
Σώστρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Παγκρατιστής (παλαιστής). Καταγόταν από τη Σικυώνα. Ήταν γνωστός και ως ακροχερσίτης, γιατί με τα δάχτυλα και τους καρπούς των χεριών του μόνο άρχιζε και τελείωνε το αγώνισμά του. Κατόρθωνε να συνθλίβει τα χέρια των… … Dictionary of Greek